Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

XVII

Κῆπός τις ἐστί

 

Κουράγιο. Ἀκόμη ὑπάρχουνε τὰ δέντρα.

Βαστοῦν τὰ μυστικά τους στὸν ἥλιο, στὴν βροχή.

Πλέουν σιωπηλὰ στὸ φῶς μὲ τὴν ἀπαντοχὴ

νὰ μὴν τά περικλείσουνε σ’ ἐμπορικὰ κέντρα.

 

Καὶ πάρε ἀνάσα. Στὴν σπηλιά σου μέσα

ριζώνει δέντρο ἀπὸ ξύλο ματωμένο,

μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ ἅγιο μύρο ποτισμένο.

Στὰ φύλλα του τὰ ἄμοιρα πουλιὰ χωρέσαν.

 

Στὴν ρίζα του μιὰ πέτρα δάκρυ στάζει

χρυσὸ κρασὶ νὰ πίνουν οἱ ὁδοιπόροι.

Διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτια οἱ ντοτόροι

κρούοντας τὸν κώδωνα μὲ ὕφος ποὺ νυστάζει:

 

“Συστήνουμε διὰ παντός, μὴν πλησιάζεις”.

Σύρε νὰ μπεῖς, σκύψε νὰ ξεδιψάσεις

μ’ ὕδωρ χρυσό, κρασάκι τῆς ζωῆς

κι ἄκουσε τὰ πουλιὰ στῶν φύλλων τὴν βοή.

 

Ψάλλουνε γιὰ κενὰ σεντόνια καὶ σουδάρια

στὴν σμύρνα, στὴν ἀλόη βουτηγμένα.

Πρωτότοκος νεκρῶν γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα

δίνει χρυσὸ τὸ αἷμα του. Ἡμερεύουν τὰ λιοντάρια.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου