Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Αιμίλιος Βεάκης - Ω, μέρη αγαπημένα μου

 






Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Ρέα Γαλανάκη

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Λιλή Ιακωβίδη

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

Ὁ ξένος τῶν Χριστουγέννων, †3.1.1911 - †3.1.2008

 

«Ἐγώ, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἤμουνα γιὰ

    τὰ

χαράμια
καὶ τὰ τυφλοφώμια, ἀλλὰ μονάχα

 

γιὰ νὰ κρατήσω ἀσημωμένα τὰ βουνά μου μὲ ἐλιὲς κι

     ὅλους μου
τοὺς κόρφους

χλωρὰ στρωμένους βελάσματα ἀθώων κι ἀγριάδες

 

ἀπὸ παιδὶ μικρὸ σκέπασα τὴν ψυχὴ μὲ μαῦρο ράσο
κι ἐκεῖνοι βλέπανε λερωμένο πανωφόρι

 

Τί στέκεσαι κι ἀναμετρᾶς μὲς στῆς φυγῆς μου τὸν ἀντί-

     λαλο,
ὅπως ὁ βράχος,
στὰ κάματα διψάει φύλλα καὶ δροσερὰ πουλιά, τέτοια

     ποὺ μόνο

βάσανα
φωλιάζουνε στῶν λέξεών μου τὰ ἔγκατα

 

Ὅλος ὁ βίος Τετράδη κι εἴδησις θανάτου
κι ὅ,τι εἴπαμε καὶ γράφαμε οὔτε μισὴ ὀκὰ
τσιγαρέττα ψιλὰ Ἀγρινίου τοῦ Βάρκα

 

Νὰ κάμεις νόμο-τρόπο νὰ περνᾶς μὲ δέντρου ἀλκὴ
ποὺ τὸ ποτίζει στάλα-στάλα ἡ προσδοκία τῆς ἐπι-

       στροφῆς

 

Τί θέλεις, ναί, Χριστούγεννα, κι οἱ λίθοι τοῦ ἀναθέματος
μαζεύονται στὸ στῆθος μου (αὐτὸ ὁ γιατρὸς τὸ λέει

     βήχα)
μὲ τὸ κερὶ στὸ στόμα θὰ ψάλω τὴν καταβασία
καὶ μ᾿ ἕνα δάκρυ θὰ ἀνασάνει ὁ κόσμος τελευταία

      φορά, κι

ὕστερα
Ὁλόφωτα —
Γιατὶ ἀλλοῦ γεννήθηκα, οὔτε θὰ φύγω οὔτε θὰ ξανάρθω»

 

Ἀνάδευε τὸ δάχτυλο στὴν στάχτη καὶ τὸ βλέμμα
σπασμένο γυαλικὰ ὅπως κατεβασιὰ τῆς μνήμης ποὺ

      φυσάει
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐφάνη τῶν ὑδάτων
κι ἔγραφε μὲ τὸ δάχτυλο στὴν ἀμμουδιὰ
ὅσα δὲν γίνεται ἄνθρωπος νὰ γράφει καὶ νὰ πεῖ.


Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Βασίλης Γεωργιάδης

 



Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Γαβριήλ-Τριανταφύλλου Νιόβη

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Άγις Θέρος

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 


Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

 

ΤΗΣ 7.1.1996

 

Τέσσερεις τὸ πρωὶ - τὶ  πίκρα ἡ Κηφισίας.

Χάραμα Κυριακῆς. Ἀναίμακτης. Θυσίας.

Τὸ μυστικὸ τῆς Πλάσης γυρεύεις νὰ σκεπάσεις,

μὲ τὸ σταχτὶ φτερό σου, πελέκι νὰ μὲ σφάξεις.

 

Ἁπλώνει ἡ μυρωδιά σου, ἐξάτμιση βενζίνης.

Σταχτόψυχε.  Ἀσφαλτόδρομε.  Καὶ  στὸν ἀέρα χύνεις

τὴν ψόφια σου ὁμίχλη, τὸ γκρίζο δηλητήριο,

μὰ σ’ ἀπαρνιέται ἡ βροχή, φέρνει τὸν ὀβολό,

 

Γιὰ τὸ πορθμεῖο τὸ κόμιστρο, τὸ  πετρωμένο  φύλλο.

Σερνάμενο, ὀρφανὸ τὸ φῶς, σκουλήκι μὲς στὸ μῆλο.

Βραχόβουνα· ἀγέρινα. Κι ἕνα νερὸ σκοτάδι

ραγίσαν καὶ μαράθηκαν ποὺ ἐκείνη πάει  στὸν  Ἅδη.

 

Ξερακιανή, πικρή μου γῆ, χλωρή, δίχως ρυτίδες

θά ’ρχομαι νὰ σὲ περπατῶ, μέσα  στὶς  καταιγίδες.

Τὰ χέρια σου ἦταν δυὸ πουλιά·  μοῦ ράμφιζαν  τὰ μάτια,

μὰ τώρα ποὺ κοιμήθηκαν, θρύψαλα καὶ κομμάτια.

 

Μάνα, τὰ χέρια σου πουλιά, φωλιάζουν στην καρδιά μου.

Βλέπω τὸν  Ἅγιο Πρόδρομο  καὶ στάζουν τὰ φτερά του.

Μαζεύει, ὅπως μοῦ ’μαθες, τὸ αἷμα τῆς κεφαλῆς του

γιὰ τὸν Ἀμνὸ ποὺ σφάζεται. Σὲ πήλινο σταμνί.

 

Ὡραῖα ποὺ μοῦ βασίλεψες. Στὸ πένθος. Στὴν ὑπομονή.

Μὲ τοῦ κεριοῦ τὴν ξέψυχη τὴν φλόγα τῶν δακρύων

τὰ  μαῦρα στάχυα  θέριζα, σ’ ὁλόμαυρο χωράφι.

 

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Βαγγέλης Βουδιώτης - Έργα και ημέρες ανέστιων

 



Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Βουρλέκη-Γαλανάκη Αντογόνη

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Κώστας Θεοτόκης

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΣΟΦΙΑ, II

 

 

Πῶς πέρασες,  Σοφία, ἀπὸ τοῦτο τὸν καιρό.

Τὰ μαῦρα μέρη σκίρτησαν, διψώντας τὸ ὄνομά σου.

Πῶς κάρπισες ὁλόλαμπη, πῶς βγῆκες πρωτογέννημα

 

Κι ἔρχεσαι κι ὅλο φεύγεις, δὲν μ’ ἀκοῦς.

 

Ἡ πίκρα ποιᾶς παρηγοριᾶς  πυρώνει τὴν θωριά σου

δώδεκα χρόνια,  τώρα,  σοῦ μιλῶ,  στὸ  ὄνειρο  μέσα μιᾶς

      σιωπῆς

ποὺ μπόρεσε νὰ γίνει τοῦ ὀνόματός σου τόπος.

 

Τί γίνεσαι,  Σοφία,  τῆς ἀγάπης μου ψυχή,  ἀλλόκοτη  σὰν

     δέντρο

λιγνή μου, μὲς στοὺς πέντε ἀνέμους, θημωνιά, χρυσοχεριὰ

     τοῦ Ἅδη 

Ἔφτασε πιὰ γιὰ μένα  ἡ ἐποχή, κι εἶναι  τὸ ἴδιο  νὰ μιλῶ

καὶ νὰ βουβαίνομαι, Σοφία

 

Στολίζω  τὸ ἄλογο μὲ  προπατορικὰ ἐμβλήματα

καλπάζοντας πάνω στὰ μαραμένα φύλλα

στίχων ποὺ δὲν θὰ γραφτοῦν ποτέ

 

Νὰ βγῶ, γιὰ νὰ σὲ βρῶ, στὰ σωθικὰ τῆς σκοτεινῆς σπηλιᾶς

κι ἂς ἔρθει Ἰούνιος θεριστὴς νὰ μὲ κλαδέψει

στοὺς πέντε δρόμους, στὶς ἐθνικὲς ὁδοὺς

στὴν γῆ του ὅπου μὲ γέννησες,  μὲ οὐρανὸ  καὶ μὲ  αἵματα,

    Σοφία,

στὸ στόμα.

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Εριέττη Μπορνάν

 



Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Βότση Όλγα

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Ιωάννης Ζαμπέλιος

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΠΑΡΟΔΟΣ

 

«Ὁ τόπος του ξημέρωμα Παρασκευῆς,
μέσα στὶς λίμνες ξεψυχώντας, στὰ νερά.
Μαζεύονται τὰ σύννεφα κι Ἐκεῖνος ἀνεβαίνει
στῆς ἐρημιᾶς τὸ χιόνι· σὰν κουραστοῦνε οἱ σταυρωτὲς
στέκει τοὺς περιμένει.
Παρασκευὴ μὲ ξύδι ἀέρα καὶ πικρὸ οὐρανὸ
γδαρμένη ἀπὸ φωνὲς Μανάδων ποὺ τοὺς παίρνουν τὰ παιδιά τους»,
εἶπε τὸ φυλλοθρόϊσμα στὸ πατρικὸ τὸ δάσος
τοῦ Ἀνδρέα Ταρκόφσκι.
«Ὁ τόπος του εἶναι Κυριακὴ ξημέρωμα,
φυτρώνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι ἀπὸ τὴν μαύρη πίσσα,
μὲ τὰ ξερὰ τῆς δόξας τὰ χορτάρια προσανάμματα.
Κατάμαυροι οἱ Ἑσπερινοί, μ᾿ ἀνασασμοῦ κεράκι,
κι εἶναι χρυσὸ τὸ δάκρυ του μὲ γεύση τῆς θαλάσσης»,
ριγήσανε μὲ τρόπο Ἀνοίξεως οἱ καπνισμένες πλάκες
κατὰ τὰ μέρη Διονυσίου Ἱερομονάχου Σολωμοῦ.


«Ρίχνει χαλάζι πετρωτό»,
σφύριζε ὁ μετανάστης τ᾿ οὐρανοῦ
πουλί, σπιρτοχελίδονο, στὸ περιβόλι τὸ δικό μου.


Ποὺ μοῦ ἔστρωναν οἱ δυό τους Δεῖπνο, βράδυ Πέμπτης μυστικῆς, 
κι ἀργοῦσε Ἐκεῖνος νά ῾ρθει.