Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Τσου Τσιοουμπάι - Προφητεία - Μοναχικός αυτός ο κόσμος

 Τσου Τσιοουμπάι

«Προφητεία – Μοναχικός αυτός ο κόσμος»

 

Μοναχικός αυτός ο κόσμος

κι άδειος από χαρά.

Μα όταν η ματιά

προσπερνά τη συννεφιά

ανασαίνω ελεύθερος.

Ας πέφτουν τα άνθη ξέρω

πως η άνοιξη δεν πέθανε.

Αφήνοντας πίσω

τον αγέρα και τη βροχή

θα ξανάρθει

φέροντας μήνυμα

τόσο γλυκό

όσο και πριν.

 

 

Κ. Γαρμπής,

Ελεύθερη απόδοση, στηριγμένη στη μετάφραση της Ηλέκτρας Καλτσώνη

Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Λιλίκα Βολίδη

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Γεώργιος Ζαλοκώστας

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΤΟΣΚΑΝΗ

 

Αὐτοὶ ποὺ ἐγίναν ἕνα μὲ τὴν γῆ

τυλίχτηκαν, σεντόνι, τὴν σιγή.

Τυλίχτηκαν τὰ βράδυα τὶς σελίδες

κατάστικτες μὲ οὐράνιες κηλῖδες.

 

Καρδιά μου, βράσε, βράσε σὰν τὸν μοῦστο,

ξεχείλισε σὰν κόκκινο κρασί.

Τοῦ πουθενὰ καὶ τοῦ παντός, φαρσί,

ξεσκόλισες τὸν πόνο καὶ τὸ γοῦστο.

 

Τὸ τίμημα εἶναι ὁ θάνατος, γιατί

δὲν εἶναι εἰκόνα, πέννα καὶ χαρτὶ

νὰ κλείσει τῆς ἀγάπης μου τὰ Ἀπέννινα.

Καρδιά μου, μὲς στὸν κόσμο, Ἄννα Καρένινα.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Π. Γ. Κριμπάς - Αναζήτηση

 



Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Βασιλική Βιλανάκη

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Αργύρης Εφταλιώτης

 




Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

Ἡ ὕψωσις τῶν Εἰκόνων

 

 

Μετά κατέβασα ὅλα τά ρολόγια ἀπό τοίχους καί προθῆκες

ἄλλα τά ἔφαγα, ἄλλα τά ἔκαψα

Κι ὅταν πιά, Μάνα μου ραγισμένη, ἀναστήλωσα τούς βράχους

κι ἄφησα νά φυσᾶνε μέ χιλιάδες πουλιά

τά ἀρχαῖα κλέη τῶν ποταμῶν

 

Ἐπινόησα  ἕνα  δέντρο,  νά  στεγαστῶ  κι  ἐγώ

ὅπως  ὅλος    κόσμος,  ἀλλά,  εἴπανε,  δέν ὑπῆρχε γιά μένα

τόπος γιά καταφύγιο,  οὔτε  στεγαστικό  δάνειο

 

Ἔτσι τό φύτεψα στά μάτια μου κι ἔκτοτε μεγαλώνει

πρός τά μέσα

ὅπως ἕνα τραγούδι χρώματος κυανοῦ πού τριγυρνᾶ

σκυλί δαρμένο στήν ἀθηναϊκή ἔρημο

κι ὅλοι τό κλωτσοῦν καί τό διώχνουν

γιατί τούς θυμίζει ἕναν ἀλλοιώτικο καιρό

 

Χαιρέτα μου,  ὁπότε,  τούς  σιδεράδες  τῆς  θάλασσας

καί τοῦ βουνοῦ τά φεγγαρόψαρα

Θά  συνεχίσω,  πές τους,  νά ὑπάρχω  ἐρήμην  τῆς  λύσσας

κι  ὅταν  ὑψώνω  τίς  νύχτες  τίς  ἱερές  Εἰκόνες

προσκυνώντας

«βαρειά  ἡλίαση  τόν  ἔχει  σβήσει»,  θά λένε,  πάλι,  οἱ  γιατροί 

 

Ὅμως  Ἐσύ  θά  γνωρίζεις,  τά  παιδιά  μου  θά  ξέρουν.  

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Ντίνα Σκουλαρίκου-Γεωργιάδου - Σπασμένες Αλυσίδες

 



Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Βέρα Γιάννα

 



Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Ανδρέας Εμπειρίκος

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

Παραμονή του Αγίου μου

 

Ὄχι τῶν ἄστρων πίδακες ἀπόψε, ὄχι πουλιά

ἀλλά κρυφό πηγάδι πού γεμίζει χῶμα.

Χῶμα Ὀκτωβρίου ὑγρό ἀπό τῶν σχοίνων την ἀνάσα

και τῆς μυρτιᾶς τό στόλισμα καί στάλες χρυσανθέμων.

Θά περπατήσουμε μαζί στά σαπισμένα φύλλα

κάτω ἀπ’ τόν θόλο τῶν βελανιδιῶν, γιατί μέ περιμένει

Λιγνή μιά Μαυροφόρα, γρηά πού μ’ εἶχε μεγαλώσει

μέ λάδι, μέ θυμίαμα, μέ κάρβουνο

και μέ κουβάρι νῆμα, τό κερί πλασμένο.

Γι’ ἄλλους μές στην Ἀθήνα βολοδέρνω

γι’ ἄλλους χαμένος κι ἀνεπρόκοπος ‒

και νά ’βλεπαν πῶς μ’ ὁδηγεῖ, στον Ἅη-Δημήτρη τοῦ Κανάλου.

Παραμονή τοῦ Ἁγίου, ἀπόβραδο με πῆρε

νά συγυρίσει καί ν’ ἀνάψει τά καντήλια

κι εἶδα μές στό μισόφωτο κι ἄκουσα τόσα.

Γιατί στεκότανε ἴδια φλόγα μαύρη

κάτω ἀπό την Εἰκόνα Του καί καταλάβαινα

να λυώνει ἐκείνη κι ἀπό τό κερί βαθύτερα.

Ὕστερα πέρασε ψυχρός ἀέρας

κι ἔτριξε ἡ πόρτα κι ἀνατρίχια σαν τά παραθύρια.

Στο φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀναθροΐστηκα

  ‒ Γιαγιά, τί νά ’ναι;  ‒ Ὁ Ἅγιος, γιέ μου, ξεπεζεύει.

Παραμονή τοῦ Ἁγίου μου, ἀφήνω ἄστρα καί πουλιά

καί πάω μαζί της στοῦ Κανάλου το ἐκκλησάκι.

Ὕστερα κάθομαι κι ἀπ’ τό κρυφό πηγάδι

τραβῶ κρασάκι ἀπό το χῶμα γέννημα

κι ἀκούω, ἐντός, νεροσυρμές να μέ κουφώνουν.


Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Γιάννης Γαρδίκης - Μποτιλιάρισμα

 



Ελληνίδες Ποιήτριες 1900-1980 - Βέμη Μπίλη

 



Επιλεκτική Ανθολογία Κλασικής Νεοελληνικής Ποίησης - Οδυσσέας Ελύτης

 



Παραδοσιακή Ιαπωνική Ποίηση

 



Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΜΑΝΆΚΩ

 

 

Σὰν ἔχασε καὶ τὸ τρίτο της παιδὶ στὰ τριανταπέντε του, γέμι-

σε τὸ χάλκινο τάσι ὣς τὰ χείλη  ξύδι καὶ  τὸ  ἤπιε.  Ἀπνευστὶ.

Ἔκτοτε,  πήγαινε  συχνά-πυκνὰ   στὸ  βαρέλι  τοῦ  κρασιοῦ 

ὑπάρχει ἀκόμα, δρύινο    καὶ σιωπηλὴ ξεχείλιζε. Τὴν ἔλουζε,

τὴ σκέπαζε ἡ λησμονιά,  περισσότερο κι ἀπὸ τὸ μαῦρο της μα-

ντήλι.  Μάζεψε γύρω της ἐγγόνια ἀπὸ τρεῖς ὀρφάνιες.  «Ὀρφά-

νιες μου», ἔλεγε ποῦ καὶ ποῦ.

      Μὰ  πιὸ  πολὺ  νοιαζότανε  τ’ ὀρφανὸ τοῦ πρώτου γιοῦ της,

ποὺ ’φυγε τελευταῖος. Ἔμεινε ἕξι μηνῶν,  στῆς Μάνας τὸ βυζί.

Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας,  ἡ νύφη της,  μαύρη λαμπάδα, ἦρθε νὰ

τὸν θηλάσει.  Ὁ μικρὸς ἐσπάραξε στὸ κλάμα, τῆς ἔρριξαν στοὺς

ὤμους λευκὸ σεντόνι, καταλάγιασε τὸ παιδί.

      Μανάκω τοῦτο,  Μανάκω κεῖνο,  ὁ μικρὸς ὅλο καὶ μεγάλω-

νε.   Εἶχε εἰπεῖ:  «Ὅταν ψηλώσει ὁ ’γγόνας μου,   νὰ φτάσει νὰ

κλειδώνει τὴν θύρα  καὶ  νὰ ξεκλειδώνει,  τότε θὰ πάω κι ἐγὼ

στὰ  παιδιά  μου».  Τὸ σκαμνάκι της ἐκεῖνη,  στὸ βαρέλι δίπλα.

Τῆς Μεταμορφώσεως, 6η τοῦ μηνὸς, Αὔγουστο τοῦ ’40,  ἔφυγε

ἡ νύφη στὴ σταφίδα,  τρυγούσανε.  Φεύγοντας    πεντάχρονος

μικρὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία,  τὸν εἶδε νὰ κλειδώνει τὴν πάνω θύ-

ρα καὶ  νὰ παίρνει  τὸ κλειδί.  «Ξανακάνε  το»,  εἶπε.    μικρὸς

ξεκλείδωσε καὶ κλείδωσε,  ἔφυγε.  Ἐκείνη ἀπάγκιασε στὸ βαρέ-

λι τοῦ κατωγιοῦ.

      Ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιὰ  ὁ μικρὸς,  μὲ παντελόνι ντρίλι-

νο καλὸ καὶ πάνινα παπούτσια.  «Τράβα στ’ ἀλώνι,  φώναξε τὴ

μάνα σου»  ἔκανε  ἡ γρηά.  «Πὲς της,  τὸ  γιόμα  θα πεθάνω,  νὰ

’ρθει νωρίς».  «Τί λές,  Μανάκω;»  «Τράβα!»  Ἐκείνη  στὸ  σκα-

μνί.

      Βγῆκε    μικρὸς  στ’ ἁλώνι,  φώναζε,  «Μάνα  ἔλα,  ἡ γιαγιὰ

θὰ  πεθάνει·  ἔλα,  τώρα. . .».   Τσακίστηκε    χήρα,   εἰκοσιτριῶ

χρονῶ,  νὰ γυρίσει.  «Γρηά,  τί λές,  τί ἔπαθες;»

      Μετὰ τὸ μεσημέρι,  ζήτησε τὸ καλό της ροῦχο,  μαντήλα κα-

θαρή,  ἔπεσε στὴν κλίνη. Τοὺς μάζεψε,  ἔδωκε τὴν εὐχή της. 

μικρὸς  ἔκλαιγε  μόνον,  γοερά.   Σταυροκοπήθηκε.   «Νύφη  σ’

ἀφήνω τὸ παιδὶ προστάτη».  Χαιρέτισε πέρα τὶς ἐληές· ἀμπέλια

καὶ βουνά.  Τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφταν τ’ ἀπόσκια,  ἀναστέναξε  καὶ

συγχωρέθηκε.

      Τὸ  τάσι  της,  τὸ βρῆκε μέσα στὸ δέντρινο κασόνι ὁ δισέγγο-

νός της,  ἀρχὲς τοῦ ’80,  ὅταν ξανάφτιαχναν τὸ σπίτι.  Τώρα λά-

μπει  μὲς στοῦ γυαλιοῦ τὰ κύματα    φωτογραφία της,  τὶς νύ-

χτες ποῦ λαλεῖ ὁ Γκιώνης.