Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΜΑΝΆΚΩ

 

 

Σὰν ἔχασε καὶ τὸ τρίτο της παιδὶ στὰ τριανταπέντε του, γέμι-

σε τὸ χάλκινο τάσι ὣς τὰ χείλη  ξύδι καὶ  τὸ  ἤπιε.  Ἀπνευστὶ.

Ἔκτοτε,  πήγαινε  συχνά-πυκνὰ   στὸ  βαρέλι  τοῦ  κρασιοῦ 

ὑπάρχει ἀκόμα, δρύινο    καὶ σιωπηλὴ ξεχείλιζε. Τὴν ἔλουζε,

τὴ σκέπαζε ἡ λησμονιά,  περισσότερο κι ἀπὸ τὸ μαῦρο της μα-

ντήλι.  Μάζεψε γύρω της ἐγγόνια ἀπὸ τρεῖς ὀρφάνιες.  «Ὀρφά-

νιες μου», ἔλεγε ποῦ καὶ ποῦ.

      Μὰ  πιὸ  πολὺ  νοιαζότανε  τ’ ὀρφανὸ τοῦ πρώτου γιοῦ της,

ποὺ ’φυγε τελευταῖος. Ἔμεινε ἕξι μηνῶν,  στῆς Μάνας τὸ βυζί.

Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας,  ἡ νύφη της,  μαύρη λαμπάδα, ἦρθε νὰ

τὸν θηλάσει.  Ὁ μικρὸς ἐσπάραξε στὸ κλάμα, τῆς ἔρριξαν στοὺς

ὤμους λευκὸ σεντόνι, καταλάγιασε τὸ παιδί.

      Μανάκω τοῦτο,  Μανάκω κεῖνο,  ὁ μικρὸς ὅλο καὶ μεγάλω-

νε.   Εἶχε εἰπεῖ:  «Ὅταν ψηλώσει ὁ ’γγόνας μου,   νὰ φτάσει νὰ

κλειδώνει τὴν θύρα  καὶ  νὰ ξεκλειδώνει,  τότε θὰ πάω κι ἐγὼ

στὰ  παιδιά  μου».  Τὸ σκαμνάκι της ἐκεῖνη,  στὸ βαρέλι δίπλα.

Τῆς Μεταμορφώσεως, 6η τοῦ μηνὸς, Αὔγουστο τοῦ ’40,  ἔφυγε

ἡ νύφη στὴ σταφίδα,  τρυγούσανε.  Φεύγοντας    πεντάχρονος

μικρὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία,  τὸν εἶδε νὰ κλειδώνει τὴν πάνω θύ-

ρα καὶ  νὰ παίρνει  τὸ κλειδί.  «Ξανακάνε  το»,  εἶπε.    μικρὸς

ξεκλείδωσε καὶ κλείδωσε,  ἔφυγε.  Ἐκείνη ἀπάγκιασε στὸ βαρέ-

λι τοῦ κατωγιοῦ.

      Ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιὰ  ὁ μικρὸς,  μὲ παντελόνι ντρίλι-

νο καλὸ καὶ πάνινα παπούτσια.  «Τράβα στ’ ἀλώνι,  φώναξε τὴ

μάνα σου»  ἔκανε  ἡ γρηά.  «Πὲς της,  τὸ  γιόμα  θα πεθάνω,  νὰ

’ρθει νωρίς».  «Τί λές,  Μανάκω;»  «Τράβα!»  Ἐκείνη  στὸ  σκα-

μνί.

      Βγῆκε    μικρὸς  στ’ ἁλώνι,  φώναζε,  «Μάνα  ἔλα,  ἡ γιαγιὰ

θὰ  πεθάνει·  ἔλα,  τώρα. . .».   Τσακίστηκε    χήρα,   εἰκοσιτριῶ

χρονῶ,  νὰ γυρίσει.  «Γρηά,  τί λές,  τί ἔπαθες;»

      Μετὰ τὸ μεσημέρι,  ζήτησε τὸ καλό της ροῦχο,  μαντήλα κα-

θαρή,  ἔπεσε στὴν κλίνη. Τοὺς μάζεψε,  ἔδωκε τὴν εὐχή της. 

μικρὸς  ἔκλαιγε  μόνον,  γοερά.   Σταυροκοπήθηκε.   «Νύφη  σ’

ἀφήνω τὸ παιδὶ προστάτη».  Χαιρέτισε πέρα τὶς ἐληές· ἀμπέλια

καὶ βουνά.  Τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφταν τ’ ἀπόσκια,  ἀναστέναξε  καὶ

συγχωρέθηκε.

      Τὸ  τάσι  της,  τὸ βρῆκε μέσα στὸ δέντρινο κασόνι ὁ δισέγγο-

νός της,  ἀρχὲς τοῦ ’80,  ὅταν ξανάφτιαχναν τὸ σπίτι.  Τώρα λά-

μπει  μὲς στοῦ γυαλιοῦ τὰ κύματα    φωτογραφία της,  τὶς νύ-

χτες ποῦ λαλεῖ ὁ Γκιώνης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου