IV
Κι ὅπως
βυθίζονται στὰ ὕδατα τοῦ ὕπνου
οἱ ἔρμοι ἀνθρῶποι μὲ ὁλόσβηστες
ὀθόνες
κι οἱ πολυθρόνες μας ἀμίλητες
καὶ μόνες
προσμένουν, σὰν μητέρες, ὥρα
ἀποδείπνου,
(φαντάζουν ἄχρηστα στὰ
ράφια τὰ βιβλία
καὶ ζωντανεύουν οἱ παληὲς
φωτογραφίες),
κι ὅπως ἀγρίμια στοῦ δρυμῶνα
τὰ σχολεῖα
στήνουν χορὸ πράγματα κι ἀπουσίες
τὰ κύματα τῆς νύχτας -ἄκου!-
ἀνεβαίνουν
κι οἱ φόβοι νυχτερίδες στὸ
σκοτάδι
ζητοῦν κι ἐκεῖνοι βάλσαμο
ἕνα χάδι
κι ἄν τούς δοθεῖ γι’ ἀνάπαυση
πηγαίνουν—
τότε γυμνὸς ἀπὸ θορύβων
παραισθήσεις
ἀνέστιος εἰσοδεύεις στὴν
σπηλιά σου
ἀνάβοντας κερὶ τὴν σιωπηλὴ
μιλιά σου
μὲ τὴν ψυχή σου λαβωμένη ἀπ’
τὶς εἰδήσεις.
Στὰ χέρια σου, κι ἂς
πέρασαν τὰ χρόνια,
κρατὰς λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου
γιὰ νὰ ξορκίζεις δολερὰ
τελώνια
κλητῆρες στοῦ μυαλοῦ σου
τὸ γραφεῖο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου