Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
II
Κλεισμένοι στῶν
πολυκατοικιῶν τὶς τρύπες
νομίζουμε πὼς ζοῦμε μὰ εἴμαστε σὲ τάφους,
γιατὶ ἐκχωρήσαμε τὴν ζωὴ στοὺς
φωτογράφους
στοὺς μακιγιὲρ τοῦ χρόνου, στῶν εἰδήσεων
τοὺς γῦπες.
Κι ἔτσι ὀνομάσαμε ζωὴ τὸ ἀπείκασμά της
καὶ ἐνδυθήκαμε ἕναν κόσμο κτερισμάτων
μνήμη θανάτου, εἰκόνων κι ἀγαλμάτων
σκεπάστηκαν μὲ στάχτη – νά, στὸ πέρασμά
της
πνιγμός, μὲς σὲ καλπάζουσα πολυχρωμία
καθὼς μαραίνουνε τὶς μέρες καὶ τὶς ὧρες
τηλεδιασκέψεις ποὺ λανσάρουν γιὰ ὀπῶρες
τῶν διαφημίσεων ἡδονὲς καὶ ἀνομία.
Στοῦ μηδενὸς τὰ νύχια, στῆς ἀπᾶτης τὶς αἰῶρες
κλεισμένοι μὲς στοὺς τάφους διψοῦμε νέες
χῶρες.
Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
† 11.11.11
Τρεῖς ἕντεκα, τρεῖς
δώδεκα, τρεῖς δεκαπέντε κι ἕντεκα.
Ἡ Βασιλεία τῶν ἀριθμῶν ἐν πλήρει δόξῃ.
Τοῦ Νοεμβρίου στὶς ἕντεκα
πικρή μου ἡ ρίζα κι ἔγραφα
τῆς ἱεροκρυφίου μονάδος τὴν
τριάδα. Λοξὴ
ματιὰ τοῦ λογισμοῦ στὸ
πυκνόφυλλο Ἕνα
ποὺ λάμπει ἀμίαντο νόημα,
σάρκα μαλαματένια,
πάνω ἀπ’ τὸ χαῖνον στόμιο
τοῦ μηδενὸς καὶ τοῦ κανένα.
Μονὰς ἐν τριάδι μέσα ἀπ’ τὸ φαρμάκι καὶ τὴν ἔννοια.
Ὁ κόσμος ποὺ ποντίστηκε
στὸν χρόνο καὶ στὸν ἀριθμό
ὅπως ἡ σκέψη, πέτρα στὸν
βυθὸ θολῶν ὑδάτων –
τινάζει τὸ κεφάλι του. Ὁ
πόθος τῶν πραγμάτων
βρίσκει στοῦ ὀνόματος τὸ Ἓν
βάρκα καὶ ἰσθμό.
Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
Μεθυσμένος Κέλτης ἐν ᾄσματι
Ἔγγισον ἡμῖν, ἔγγισον ὁ πανταχοῦ.
Μὲ ρήμαξε ἡ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου.
Ἡ Μάνα μου μὲ θήλασε μ’ ἑνὸς ἀχοῦ
τὸ μοσχοβόλημα καὶ μὲ τοῦ δυόσμου
τὸ στάγμα. Οἱ πέτρες μας κι οἱ βάλτοι
κρατοῦν τὸ πέρασμά σου, Ἄνεμε Βασάλτη.
Νύχτα καὶ μέρα ἅπλωσε πλοκάμι
στῶν σωθικῶν μου τὸ ξερὸ ποτάμι.
Κισσὲ δροσιᾶς τύλιξε τὸ κορμί μου
στὸ ἀναρριχητικό σου ρῖγος. Τὴν ὁρμή μου
στῆς καρδιᾶς μου τὸ στεγνὸ πηγάδι
κάνε την κρύσταλλο νερό, καθρέφτη,
νὰ σκύβω καὶ νὰ βλέπω, ὄχι τὸν κλέφτη,
ἀλλὰ τὸ πρόσωπό σου, φέγγος στὸ σκοτάδι.
(Κέβιν- Ἴαν
Μακφέρσον)
Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
Ὑπὲρ πᾶν ὅνομα
Πέφτουν πυκνὲς τολύπες σπαραγμῶν,
ποτίζουν τὰ θεμέλια τῶν ρυθμῶν.
Κρατῶ κερὶ καὶ φλόγα τ’ ὄνομά σου,
μὰ τὸ σκοτάδι ὑλακτεῖ: «Ἑτοιμάσου».
Τοῦ ὀνόματός σου ἡ φλόγα μὲ κρατάει
νὰ μὴν χαθῶ σὲ στοὲς καὶ σὲ λαγούμια.
Ξένος ἀνάπηρος στὸν δρόμο συναντάει
ντυμένους μὲ χλαμύδες, μὲ κοστούμια
ἐκείνους πού ’φαγαν μαζὶ ψωμὶ κι ἁλάτι.
Στρέφουν τὸ πρόσωπο, γυρνοῦν τὴν πλάτη.
Κι ἂν πεῖ νὰ χαιρετίσει ὅπως πρῶτα,
τρέχουν πρὸς τῆς ἀστυνομίας τὴν πόρτα.
Τὶς νύχτες λιτανεῖες τῶν λυγμῶν.
Νύχτες τασάκια μ’ ἀποτσίγαρα στιγμῶν.
Τί νὰ προσφέρω ἄλλο δὲν ἔχω κάθε βράδυ.
Γαυγίζει, κύων ὑλάκτης, τὸ σκοτάδι.
Μονάχα τ’ ὄνομά σου, θαλπωρὴ καὶ χάδι.