Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 28 Μαΐου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
ΦΥΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ
Σὲ γνώρισα τὸν φοβερὸ Γενάρη,
μὲ τὸ ἀνελέητο, στοὺς πάγους του,
φεγγάρι.
Καὶ σπούδασα τὸ κλάμα τῆς φωνῆς σου πάλι,
παιδί, μὲ τῶν νεκρῶν τὸν θροῦ στὸ
προσκεφάλι.
Μὲ πεθαμένους, μὲ ξενιτεμένους,
σὲ κούφια καφενεῖα, σὲ ἀχλὺ τεμένους,
οἱ χωρικοὶ τοῦ τώρα καὶ τοῦ τότε,
δέντρα κυνηγημένα ἀπὸ τοὺς καταδότες –
ποτὲ δὲν θὰ ὑπογράψουνε. Μαγνήτης
τὰ σωθικὰ τοὺς ξερριζώνει· ρίζα τῆς ἀγάπης.
Γι’ αὐτοὺς ἄγγελμα ψάλλει, προκατιδὼν ὁ
προφήτης.
Τὰ σπίτια μας βουλιάξανε στὸν πάτο
μιᾶς θάλασσας ὁλόμαυρης, ἀπάτης.
Μὰ στὸ φυτὸ τοῦ τραγουδιοῦ σου βγαίνουν.
Ἀπὸ κάτω.
Παρασκευή 21 Μαΐου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
CURRICULUM GRAECOPITHECI
Νὰ φεύγεις κούτσα-κούτσα ἀπ’ τὰ πενήντα
σκοντάφτοντας στῶν χρόνων σου τὶς πέτρες.
Καὶ νὰ μετροῦν, τριγύρω, γεωμέτρες
τ’ ἀποκαΐδια τῶν κλαριῶν καὶ τὴν ἀρίδα
ἂν θὰ χωράει στὴν κάσσα ἢ περισσεύει,
ὅπως σ’ ἐκεῖνον τὸν ταλαίπωρο στρατιώτη.
«...Ἡ τελευταία του φωνὴ δὲν εἶναι σὰν τὴν
πρώτη,
τὸ χέρι του μιὰ ἧττα τὸ ἡμερεύει...» –
Ἔτσι νὰ φεύγεις. Καθὼς ἔτρεχες παιδάκι
γιὰ τὴν πηγὴ τοῦ γυρισμοῦ, τὴν ὥρα
ποὺ ὁ κότσυφας στὸ πάνσεπτο βραδάκι
στὸ χῶμα ξέπλενε τὸ φτέρωμα – καὶ τώρα
στὸ στῆθος σου ἀνάβει ἕνα καντήλι,
ποιά προσευχὴ κομμάτια, ποιό μαντήλι.
Παρασκευή 14 Μαΐου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
Ο ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ 1895
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Βλέπω τὰ βουτυρόπαιδα νὰ γράφουνε ρετρὸ
σονέττα
καθὼς νὰ πλέκουνε σεμαὶν οἱ κορασίδες.
Θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ, ἀκόμη μία, νέτα-σκέτα:
Δὲν γίνονται σ’ ὅλους, λέξεις οἱ Ἀτθίδες.
Σοῦ τό ’χα εἰπεῖ στὸ «Ἂχ-Βὰχ» καὶ στὸ «Ἅμα
Λάχει»
–κυρίως στὸ καρβουνάδικο τοῦ ὑλοτόμου–
πώς, κάμε ὑπομονή, κι ὅπως καὶ νὰ ’χει
νὰ τραγουδᾶς «μεγάλος πειρασμὸς ὁ ἑαυτός
μου».
Doctores philosophiae et omnium rerum
(Utilium), χάσκουνε μὲ γουρλωμένα μάτια,
μπροστὰ σὲ μίμους φωνασκούς. Δὲν ξέρουν,
τὰ δάση μὲς στὴν θάλασσα καὶ τοῦ βουνοῦ τὸ
ψάρι.
Βλέπω καλώδια κι ἱστοτόπους μὲ
φωτογραφίες
νεκρῶν ποὺ ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἦρα εἶναι τὸ
στάρι.
Βλέπω νὰ πνίγεσαι, σὲ βλέπω δίχως φράγκο,
σ’ ἕνα ντοβλέτι ποὺ τὸ ρήμαξεν ἡ φύρα.
Ξαναγυρνῶ στοὺς κοιμηθέντες. Τὸν σκοπό
μου σφύρα.
Παρασκευή 7 Μαΐου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1857
(Con
rime obbligate)
Σιμώνει ἡ ὥρα ποὺ θολώνουν τὰ νερά.
Ὥρα νὰ φεύγω ἀπὸ τὴν πέτρα τοῦ σκανδάλου.
Στὸ γάλα τῆς μητρός μου, ἑνὸς κόσμου ἄλλου
Θήλασα λύπες, ρίγη φεγγερά.
Ξεπλένω, καταφέγγαρα, τὴν πίκρα
ψυχή μου ξέπλεκη, ψυχὴ γονατισμένη
–ove è la parola αἱματοτσακισμένη–
ξεπλένω σπλάγχνα τοῦ Βαγιῶνε στὸ κρασί. Ἀντίκρα
μοῦ εἴπανε, ἔγινε κράτος τὸ Ἔθνος.
Ἑτοιμοθάνατη χρυσοπηγή, στάξε τὸν αἶνο
ἀπὸ τὰ χείλη ποὺ ταράζονται λαμπρὰ
συνεπαρμένα στὸ αἰώνιο Μισολόγγι.
Στὸν οὐρανὸ δρεπάνιζα χλωρὴ χαρά.
Ἄνθη αὐγερινὰ τοῦ μαρτυρίου οἱ βόγγοι.