Το "Ελλύχνιον" θα είναι ξανά κοντά σας στις 7 Μαΐου 2021.
Καλή Ανάσταση!
Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
1856
(In modo
misto genuino)
Allora ἔτρεξε ἡ θάλασσα
e l’ anima πλέει nell’ amarezza
κι ὀγλήγορα θὰ σᾶς ἀφήσω ὅ,τι μπόρεσα
μὲς στὸν κελαηδισμό. Μαρὰν Ἀθά!
Ποιὸν Nobile Signore Conte Dionisio.
Τρέμοντας μὲ τῆς λίμνης τὰ νερὰ
τὰ σωθικά μου τὰ μαβιὰ ὄντας λύσω
θὰ στάξει μαύρη, ὁλόχρυση χαρά.
Pensa fortemente, ὅπως πεταλούδα
πιάνει στὰ φτερὰ τοῦ Μαγιοῦ τὸ δάκρυ
καὶ γιὰ μένα τὴν Ἀνάσταση τραγούδα.
Πίσω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, στὴν κρυφή μου ἄκρη
νύχτες ποὺ γεννοῦσα τὸν ἀσβέστη
βάφοντας τὴν πίσσα κι οὐρανὸς ἐπέστη.
12
Αὐτὸς ὁ κόσμος
δὲν θὰ σβήσει,
οὔτε μὲ κρότο
οὔτε μὲ λυγμό.
Θὰ βασιλέψει, θαλασσόβρεχτος, στὸ τελευταῖο μου δάκρυ.
Σμήνη ἐποχῶν μὲ λαμπερὰ φτερὰ θὰ σηκωθοῦν
στὸν ἔσχατο σφυγμό
κι ἀπὸ χρυσόσκονη ἱερὴ τῶν παιδικῶν μου χρόνων νέφος
θὰ
μὲ πάρει.
Μορφώ, Λενιώ, Φωλιώ,
Θέκλα, Μελάγχρω κι Ἀσμινιώ
Πολύμνια, μὲ τὰ μέλη μελιχρά,
συγχεόμενα
στὸ
φέγγος τῆς σελήνης
μελίχρυσοι,
χλοάζοντες λαιμοί, βόστρυχοι, πλόκαμοι νερῶν
νεόφυτοι κυπάρισσοι, προάγγελοι ἑνὸς τάφου τῆς γαλήνης.
Ἔκλαψα. Ἀντάμα κυματίζουν φόβος, ἄγρια χαρά,
ξενιτεμός,
ἀλλ’ ὅσο ζοῦσα, ἑτοιμαζόμουνα γιὰ τὴ μεγάλη
ἐπιστροφή.
Ἔρωτα τῶν ἐρώτων εὐδοκεῖς ὥστε ἡ καταστροφὴ
τῶν λόγων, νὰ
εἶναι κάλεσμα. Τραπέζης οὐρανίου τρυφή,
ὁ χαμός.»
XXIII
Καὶ ἰδοὺ μέγας καπνός, ἐξερχόμενος ἐκ τῶν κυμάτων τῆς
θαλάσσης.
Σ’ ἀφήνει
τώρα πίσω του, ὦ κενόδοξε
πόλις. Τέρας
καταχθόνιο,
σεισοπυγίς, Ἀθήνα, mirabilis, ξεσκισμένη. Στὰ πυκνὰ δάση
τριγυρνᾶ, στὶς ἔρημες ἀκτές, κι ἂς βόσκει ἐντός σου, τῶν
δρόμων σου τὸ
ψώνιο.
Οἱ τρεῖς πικρότεροι ἀδελφοί, σὲ νέφος διάφανο, νεκροτα-
φεῖο Ζωγράφου.
«Μὴ φοβοῦ τὴν
κατὰ κράτος ἧττα. Εἰρήνευε.
Ὁ Χριστὸς
τροφὴ τοῦ Ἅδη».
Μεμυρισμένα μουρμουρίσματα, ἀναβλαστήματα στὸ
φῶς τῶν τάφων.
Ἀνάγνωθι ταῦτα
καλῶς καὶ ἀκριβῶς
καὶ γράψον προ-
τροπάδην.
Ἀνάργυρε στὸν
θόρυβο τοῦ πλήθους
καὶ τοῦ πένθους
ἀσημένιε
πασχάλιο μυστήριο, ἀνάβρυσμα,
ἔμπλεον θείας δρόσου,
τώρα ποὺ στρώνεις μὲ τὰ χέρια ἱερατικὰ καὶ τὸ δικό σου
τεριρέμ, τραπέζι,
κέρασέ τον ἄκρατον οἶνο. Ξένε,
μὲ τὸ
τριμμένο σου γιλέκο.
«Τόσα βλέμματα μέσα μου
τῶν ἀνθρώπων»
τοῦ γνέφεις. Μὲ
λύπες καὶ θαμπάδες
τόσων τόπων.