Το «Ελλύχνιον» σας εύχεται
καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο έτος!
Θα βρίσκεται ξανά κοντά σας
στις 14/01/2022.
Το «Ελλύχνιον» σας εύχεται
καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο έτος!
Θα βρίσκεται ξανά κοντά σας
στις 14/01/2022.
Κώστας Γαρμπής
Νύχτα της 17 Νοέμβρη
Ολόγλυκια πλανεύτρα νύχτα Νοεμβριάτικη
κι εσύ καλοθρεμμένε μου αστέ
αργοχωνεύεις.
Πώς θα περάσεις το Σαββατοκύριακο
μπροστά σ’ ένα ποτήρι V.S.O.P. γυρεύεις.
Και τα νοσοκομειακά σφυρίζουν,
σφυρίζουν.
Οι ανταύγειες απ’ το τζάκι σου τη
χαύνωση,
την καλοπέραση και την αδιαφορία σου
φωτίζουν.
Από παρωχημένες τα βιβλία σου εποχές
με ηρωισμούς εκ του ασφαλούς σε
πλημμυρίζουν.
Και τα νοσοκομειακά σφυρίζουν,
σφυρίζουν.
Μες στ’ απαλά, λευκά κλινοσκεπάσματα
τρυγάς με βιάση τώρα κάποιο κρίνο…
Για να ’χεις τη συνείδησή σου ήσυχη
μετά θ’ ακούσεις Ντώυτσε Βέλλε ή
Λονδίνο.
Κι αυτά σφυρίζουν, κι αυτά σφυρίζουν.
Αθήνα, Νοέμβρης
1973
Από τη συλλογή
«Δυο τύψεις, μια ελπίδα»
Εδώ τελειώνει η παρουσίαση των ποιημάτων του εξαίρετου ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου. Τα ποιήματα επέλεξε ο ίδιος, ανάμεσα σε πολλά άλλα ισάξια – ίσως και καλύτερα.
XXXI
Κι ὅμως αἰχμάλωτοι μὲς στὸ καθρέφτισμά
μας
σὲ γυάλινη ἁλυκή, κόκκοι, εἰκονοστοιχεῖα
ἕκαστος στὴν ὀθόνη του κι ὅλοι μιὰ
συστοιχία
στοῦ τίποτα τὸ κάτοπτρο, θεατὲς στὸ
ξέφτισμά μας,
γυρεύουμε ἕνα ἄγγιγμα, μὰ τὸ γυαλὶ ἐμποδίζει.
Στὸ γυάλινο κλουβί μας πιὰ ὁ ἀέρας δὲν
περνᾶ,
τὸ φῶς τὸ γάργαρο νερό του πιὰ δὲν μᾶς
κερνᾶ,
μαζοὺτ τῶν πληροφοριῶν ὣς πάνω μᾶς
γεμίζει.
Διψάσαμε ἕνα ἄγγιγμα, ποθήσαμε τὰ φύλλα,
ὅταν τὴν ὥρα τῆς νυχτὸς κοιμίζουν τὰ
πουλιὰ,
τὴν θάλασσα ποθήσαμε στὴν πρωϊνὴ ἀντηλιὰ,
ἀλλὰ σὰν τοὺς πιθήκους καρφωμένοι στὸ
καντρὰν
ἀλλάζουμε κανάλια μὲ τὰ χείλη νὰ παραμιλᾶν.
Τὶς διαφημίσεις περιμένουμε, νὰ πέσουν μῆλα.
XXX
Θὰ πεθάνουμε. Ἂν τό ’χεις πιὰ καταλάβει,
εἶναι ἡ μόνη ὀμορφιὰ ποὺ μᾶς μένει.
Θὰ πεθάνουμε. Γίναμε ὅλοι μας ξένοι,
στὸ ἀόρατο κάτεργο δέσμιοι καὶ σκλάβοι.
Μὲ σταυρό, μὲ τὴν λόγχη, μὲ σπόγγο,
καλάμι
δὲν σταυρώνουνε πιά. Εἶναι démodé.
Κλιματιστικὸ Fujitsu ἔχει τὸ θολάμι,
τηλεόραση, laptop, ἐδέσματα gourmet.
Τοῦ κακοῦ τὸ σαπρόφυτο μέσα ἀνεβαίνει,
μελανοῦ ἑνὸς θανάτου σὰν συντριβάνι.
Εἶναι ἡ κλίνη μας τώρα χειρουργῶν ντιβάνι
νά, τὸ σμῆνος τους γύρω βομβεῖ καὶ
πληθαίνει.
Τῆς ψυχῆς σου τὸ βρέφος ἄκου πῶς κλαίει
διψασμένο γιὰ γάλα, πεινασμένο γιὰ μέλι.
Μὰ φοβᾶσαι νὰ δεῖς, τὸ βλέμμα του καίει.
Λές: “Νὰ σκάσει ἐπιτέλους. Δὲν μὲ
μέλλει”.
Γιὰ νὰ μὴν γίνει ἀθάνατο τόσο κακὸ
θὰ πεθάνουμε. Ἡ στρόφιγγα ξάφνου θὰ
κλείσει.
Τοῦ θανάτου ὁ κλίβανος, τούτη ἡ ζήση
ψήνει τῆς ἀγάπης ἄρτο, μυστικό.
Γιὰ ἰδὲς τούτη τὴν ἄνοιξη, τοῦτο τὸ καλοκαίρι,
ἥλιο σπασμένο λάστιχο καὶ μελανὸ φεγγάρι.
Ἄκου τυφλὸ θανατικὸ τὶς χῶρες νὰ
διαβαίνει,
δόλιους ἀνθρώπους ὀρφανοὺς μπρὸς στὶς
τηλεοράσεις.
Περνάει κάμπους καὶ βουνά, θάλασσες καὶ
ποτάμια,
κι ἀφήνει πόρτες σφαλιστές, παράθυρα
κλεισμένα.
Ὁ Χάρος ποὺ ξεχνούσαμε καβάλα στὸν ἀέρα
ὁπού ’βρει δέντρο τό χτυπᾶ, νεράκι τό
θολώνει.
Στὰ κινητά μας κατοικεῖ, στὶς συσκευὲς
κουρνιάζει,
καὶ κάμνει τὴν καρδούλα μας ἐπιφάνεια ἐργασίας.
Κι ἂν πέσουνε στὰ χέρια του οἱ
ψυχαναλυτές μας,
γιατροὶ καὶ ἐπιστήμονες καὶ teams τῶν εἰδημόνων,
τούς παίρνει γιὰ συνέταιρους, τούς ἔχει
γιὰ κολλήγους.
’Ποσκέπασε τὴν πλάση σου κι ἂς σέ
ξαναδικάζουν
ὁ καίσαρας κι ὁ πραίτορας κι ὁ μέγας
λογοθέτης.
Ἂν εἶναι νά ’ρθει θάνατος, μὴν ἔρθει μὲ
μαράζι
μὰ μ’ ἕνα χάδι σου ἂς ἐρθεῖ καὶ μὲ τὸν
διακαμό σου.
Μικρὸ ποὺ εἶσαι,
Σπήλαιο κρυμμένο,
πάντοτ’ ἀναμμένο
σὲ χρόνο ἄλλο, ἔξω ἀπ’ τὸν χρόνο.
Γέρνω τὰ μάτια καὶ σιγολυώνω,
μέσα σου μπαίνω.
Ὀρφανὸ καὶ μόνο,
φῶς μου χαμένο,
λὲς “σὲ προσμένω” καὶ μέ γνωρίζεις,
κι ἀφοῦ μέ πλύνεις μέ τριγυρίζεις,
γιὰ νὰ μερώνω.
Γύρω μου ἡ πέτρα,
μὲς στὴν σιωπή της,
ἀπὸ τοῦ πόνου ἡ σμιλεμένη
τὶς ἄγριες νύχτες, νὰ μὲ ζεσταίνει.
Καὶ μικρὸς εἶσαι.
Μέσα στὸ πλῆθος
χύνεται ὁ βίος, ἕνα ρυάκι
νὰ καταπίνεται ἀπ’ τὸ φαρμάκι.
Κι εἶναι τὸ στῆθος
ἄδειο καὶ μόνο.
Σ’ ἕν’ ἄλλο χρόνο
- τίποτ’ ἂν εἶμαι – νά ’σαι! Βομβίζεις
πυγολαμπίδα καὶ φῶς δακρύζεις
μακρινό, μόνο.
Μικρὸς κι ἂν εἶσαι,
τὸν κόμπο λύσε, τὸ χαλινάρι
τώρα ποὺ μόλυναν γῆ, φεγγάρι
καὶ γονυπέτησε
ὀρφανός, μόνος
στρόβιλος χάρης
γιὰ νὰ σέ πάρει.
Γιὰ νὰ πεθάνεις.
Χρόνους πενήντα τόσους παρὰ μήνα ἕναν
στὴν ζήση ἐτούτη ὅπως σὲ δάσος περπατῶ.
Πυκνὲς μεταλλικὲς κεραῖες – δέντρο
κανένα.
Κομμένο τὸ κεφάλι μου κρατῶ
ψάχνοντας μέρος γιὰ νὰ τό ἀποθέσω.
Στὰ πόδια σου ποθῶ νὰ τό ἀκουμπήσω
καὶ δίχως λόγια ἢ σκέψεις νὰ μιλήσω,
μόνο ἕνα δάκρυ ὁλόφλογο, πρὶν πέσω.
Γύρω μου σκιὲς πορεύονται, συνοδοιπόροι.
Κανεὶς δὲν δίνουμε τοῦ ἀγγέλου μας νερό.
Βλέπουμε τὴν εἰκόνα μας στὸ φεγγερὸ
ταμπλὼ τῶν κινητῶν καὶ λέμε: “Οἱ σπόροι
αὐτῆς τῆς ἐποχῆς δὲν βρήκανε καιρό.
Καήκανε στοὺς παγετῶνες” – λέμε ἐν χορῷ.