Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου

 

ΟΠΟΥ, ΤΗΝ 23η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1849 Η ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ

ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΝΙΚΗΤΑ,  ΤΡΕΛΛΗ ΑΠΟ ΤΟΥ

ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ,  ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ-ΤΥΦΛΟ

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ,  ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ  ΤΗΣ  ΦΡΕΑΤΤΥΔΑΣ,

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

 

 

Ἔρχεται    μαῦρος σερασκέρης·  τόνε βλέπω

στὶς φλόγες καὶ στ’ ἀποκαΐδια ποὺ θολώνουν

τῶν ματιῶν σου  τὰ  νερά.  Ἀνήμπορος κι ἂν εἶσαι

ἔπαρε τὰ μέτρα σου.

Εἶχα μιὰ Μάνα  Ἀγγελικὴ  κι  ἐσένα  Δέντρο

μὲ τὰ φτερὰ στὴ ρίζα κι ἄρματα πουλιὰ νὰ καίγονται

στὸ στῆθος σου,  ἀπὸ βελανιδιᾶς κλαρί    Γιατὶ

μοῦ λὲς πὼς σκοτεινιάζει τὸ σκοτάδι σου

Γιατί ;  Νὰ ἰδοῦμε τ’ ἄστρο μαῦρο,  ὅταν θὰ βγεῖ

σὲ ποιάν αὐγὴ θὰ ξεκαμπίσεις.  Ὅπου καὶ νὰ ’ναι

πλημμυρίζεις· ἄκου με,  ἑτοιμάσου.

Οἱ πρῶτες πέτρες κατρακύλησαν μὲς  στὴν  ψυχή μου

καθὼς φτερούγιζε ἡ μαχαιρωμένη σου φωνὴ

στὶς φυλακές,  στὴν Αἴγινα,  ἀπὸ μακριὰ  ποὺ  σ’  εἶδα

νὰ σὲ φορτώνουν κοντακιές,  στρατιῶτες Μπαυαρέζοι.

Τότε  ἦρθε  νὰ  μὲ  κατοικήσει  ὁ Κόρακας.

Νὰ πνίξω  τὸ  μυαλό  μου  ποῦ ;  ὅλο θυμάμαι

γονυκλισίες στὰ εἰκονίσματα μπροστὰ  καὶ  δάκρυα

γιὰ τοὺς σφαγμένους ἀπ’  τὸ χέρι  σου  ἐχθρούς.

Μολόγα μου τοὺς τόπους,  ν’  ἀκούσω θέλω:

Βαλτέτσι,  Ἁγιονόρι,  Δερβενάκια.

Θυμᾶμαι τὸ κερὶ στὸ κοιμητήρι

τὴ φάλαγγα ποὺ σοῦ ’καναν τὴ νύχτα οἱ σεκρετάριοι

χάσκοντας 

Ἄκου με,  τὸ λοιπὸν,  πατέρα,  τώρα ποὺ τὸ χῶμα

σκάβω τῆς ψυχῆς μου

γιὰ νὰ σὲ ἀναπαύσω,  σὰ μωρὸ παιδί.

Τὴ θρυλικὴ κραυγή σου πλέξε κομποσκοῖνι:  Σδροῦ!

Πλημμύρα  θὰ  ’ρθει.  Ἑτοιμάσου.  Βλέπω κι ἄλλες

νὰ ’ρχονται ξενιτειὲς,  φωτιὰ, τσεκούρι στὰ χωριά μας

στὴν ἐρημιὰ θὰ μᾶς σταυρώνουνε,  χρόνους πολλούς.

 

Ὅμως ἐσύ,  ἔλα,  σιωπηλό μου κυπαρίσσι

Ἔλα,  κοιμήσου,  στὰ δικά μου χώματα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου