Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
Πότε εἴτανε ποὺ
ὁ οὐρανὸς ἔπεφτε πάχνη στὰ μαλλιὰ
κι ὕστερα ἔσταζε στὸ χέρι μέλι
κι ἡ θάλασσα πότε σέ κράταγε στὴν δροσερὴ
ἀγκαλιὰ
καὶ τὸ κορμί σου γλίστραγε σὰν χέλι
κύματα ἀστράφτουν στὸν ὁρίζοντα ἡλιακῶν
θερμοσιφώ-
νων
μὲ ντεσιμπὲλ χιλιάδων μικροφώνων
ὑψώνεται βουβὴ ἡ κραυγή μας στῆς σιωπῆς τὴν
ἐρημιά,
χαμένων, θλιβερῶν καὶ μόνων.
Ὄχι, ἐδῶ δὲν εἶναι ὁ Χάρος δαίμονας μὲ
μάτια φλογι-
σμένα
nel mezzo
del cammin di nostra vita
ἔχει μονάχα εἰκόνων σκιὲς νὰ πέφτουν
κουρασμένα
ἀναβράζοντα ντεπὸν στὸ ἕλος τοῦ τίποτα.
Καθένας ψάχνει μιὰ στιγμὴ νὰ σταματήσει ἐντός
του,
νὰ ἐπουλώσει τὴν ζωὴ στὰ γρήγορα
μὰ δὲν τήν βρίσκει γιατὶ ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός
του
εἶναι τὰ ἐντός του, νεκρὰ κι ἀνήμπορα.
Μπὲς στὴν σπηλιὰ καὶ μὲ τὴν ἅγια πίκρα σου
λυχνάρι
βρὲς τὴν γωνιὰ τὴν μυστικὴ κι ἐκεῖ
ἄναψε τὰ σβησμένα κάρβουνα, ψάξε τὸ χνάρι
ἀπὸ ἄγγιγμα πνοῆς χερουβικῆς
κι ὅπως θ’ ἀναζητᾶς τὰ ξεχασμένα σου
κομμάτια
κάτω ἀπὸ ἀφίσες ξεσκισμένες,
θὰ νοιώσεις νὰ σέ ἀγκαλιάζουνε τ’ ἄχραντα
μάτια
κι οἱ πράξεις σου συγχωρεμένες.
Σαπίζουνε οἱ ψυχές μας σὲ ἀποστειρωμένα
σελοφὰν,
ἀεροστεγῶς κλειστὲς καὶ σφραγισμένες,
ἀγάπη ξοδεμένη σὲ μηνιαῖες δόσεις – πιὰ δὲν
τραγουδᾶν
οἱ βρύσες μας στεγνὲς καὶ μαραμένες
κι ἀνοίγουμε πληγὲς τοῦ Φαραὼ στὴν εὐλογία
τῆς πλά-
σης
μὲ πρόσκαιρη ἡδονὴ χορτάτοι –
Μὰ ἐσὺ λάμψε σπηλιά μου, χάρη μου κρυφή,
λάμψε κι
ἂς φτάσεις
νὰ στάζεις φῶς μετὰ τὴν δωδεκάτη.
Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
Ὁ ἕνας βλέπουμε
τὸν ἄλλον μέσῳ Skype
ἀπὸ τὸν Βόρειο Πόλο ἕως τὸν Νότιο.
Ἀπὸ τοῦ ἀκουστικοῦ μας τὸ ἐνώτιο
φωνάζουμε: “Γιὰ νὰ σέ δῶ μιὰ στάλα.
Σκύψε...”
Κάποτε, νά, πέφτει τοῦ ρεύματος ἡ τάση,
τὰ σχήματα ἐξατμίζονται καὶ πᾶνε.
Πίνοντας τὸ σκοτάδι μὲ τὸ τάσι
ξερριζωμένοι οἱ ἑαυτοί μας μᾶς πονᾶνε.
Τώρα θὰ πορευόμαστε σιγά, μὲ δόσεις,
κι ἔχουμε γίνει ἡ εἰκόνα μας ἡ φευγάτη.
Θερμομετροῦμε ὣς καὶ τὴν φλογερὴν Ἑκάτη.
Ραντίζουμε τὴν χλόη τοῦ φωτός. Τὴν
δωδεκάτη
ἐννοοῦμε τὸ μαρτύριο στὴν καρδιά, στὸ
μάτι —
κλαῖμε, σπαράζουμε: “Μὴν μᾶς τό ἀνταποδώσεις”.
Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021
Έτος Ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου
XVII
Κουράγιο. Ἀκόμη ὑπάρχουνε τὰ δέντρα.
Βαστοῦν τὰ μυστικά τους στὸν ἥλιο, στὴν
βροχή.
Πλέουν σιωπηλὰ στὸ φῶς μὲ τὴν ἀπαντοχὴ
νὰ μὴν τά περικλείσουνε σ’ ἐμπορικὰ
κέντρα.
Καὶ πάρε ἀνάσα. Στὴν σπηλιά σου μέσα
ριζώνει δέντρο ἀπὸ ξύλο ματωμένο,
μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ ἅγιο μύρο ποτισμένο.
Στὰ φύλλα του τὰ ἄμοιρα πουλιὰ χωρέσαν.
Στὴν ρίζα του μιὰ πέτρα δάκρυ στάζει
χρυσὸ κρασὶ νὰ πίνουν οἱ ὁδοιπόροι.
Διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτια οἱ ντοτόροι
κρούοντας τὸν κώδωνα μὲ ὕφος ποὺ
νυστάζει:
“Συστήνουμε διὰ παντός, μὴν πλησιάζεις”.
Σύρε νὰ μπεῖς, σκύψε νὰ ξεδιψάσεις
μ’ ὕδωρ χρυσό, κρασάκι τῆς ζωῆς
κι ἄκουσε τὰ πουλιὰ στῶν φύλλων τὴν βοή.
Ψάλλουνε γιὰ κενὰ σεντόνια καὶ σουδάρια
στὴν σμύρνα, στὴν ἀλόη βουτηγμένα.
Πρωτότοκος νεκρῶν γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα
δίνει χρυσὸ τὸ αἷμα του. Ἡμερεύουν τὰ
λιοντάρια.